- φαγοκύτταρο
- το, Ν(βιολ.-φυσιολ.) κύτταρο ικανό να προσλάβει στο εσωτερικό του και να πέψει ανόργανα ή οργανικά σωματίδια, όπως λ.χ. κόκκους άνθρακα ή σκόνης ή μικρόβια, άλλα κύτταρα ή θραύσματα ιστών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phagocyte < phago- (< θ. φαγ- τού αορ. β' ἔ-φαγ-ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω», βλ. λ. φαγεῖν) + -cyte (< κῦτος), το οποίο αποδόθηκε στον ελλ. τ. με το -κύτταρο. Η λ., στον πληθ. φαγοκύτταρα, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.